- διαφορίζω
- diferansiyel almak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
διαφορίζω — μαθ. κάνω υπολογισμούς για να βρω το διαφορικό* συναρτήσεως … Dictionary of Greek
διαφορίζω — εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφόριση — η η πράξη τού διαφορίζω, η εύρεση τού διαφορικού* μιας συναρτήσεως … Dictionary of Greek